προτέρημα

προτέρημα
το достоинство, преимущество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προτέρημα" в других словарях:

  • προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …   Dictionary of Greek

  • προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… …   Словарь церковнославянского языка

  • έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»